ενοιδίσκομαι

ενοιδίσκομαι
ἐνοιδίσκομαι (Α)
θαμιστ. τ. τού ενοιδέω (για τους βλαστούς τού αμπελιού) φουσκώνω, πρήζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”